Έλενα Τοπαλίδου

Μια «ειδική συνθήκη» στο χορό και στο θέατρο

Απο τη Χριστίνα κατσαντώνη

Υπήρξε αρκετά χρόνια πρωταγωνίστρια στις παραστάσεις της ομάδας ΟΚΤΑΝΑ, μεταπήδησε στο θέατρο και στο σινεμά κι έγινε η αγαπημένη επιλογή κορυφαίων σκηνοθετών, που της εμπιστεύτηκαν σπουδαίους ρόλους. Η Έλενα Τοπαλίδου είναι μια «ειδική συνθήκη», πολλά περισσότερα από μια χορεύτρια που παίζει ή μια ηθοποιό που χορεύει. Είναι μια δωρική φιγούρα, που εκφράζεται με το κορμί και το λόγο της, που δεν κατατάσσεται και που, όταν βρίσκεται στη σκηνή, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της.

Σε μια άλλη ζωή, θα μπορούσε, όπως λέει η ίδια, να είναι μια μπαλαρίνα, που χορεύει πάνω σε ένα μουσικό κουτί. Η εικόνα της μπαλαρίνας τη συγκινούσε από παιδί, πριν ακόμα αντιληφθεί πόσο δύσκολη θα ήταν η προσπάθεια να τη φτάσει. Σήμερα, ως ηθοποιός, που στο μεδούλι της παραμένει χορεύτρια, το έχει πλέον φιλοσοφήσει. Ξέρει πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βγάλει από τη ζωή της τον χορό, κυρίως το μπαλέτο κι ας είναι, όπως λέει, «ροζ με μαύρο». Φωτεινό, αλλά και με σκοτάδι.

Η πρώτη γνωριμία με το μπαλέτο
Η φωτεινή πλευρά της μπαλαρίνας, η ροζ και κοριτσίστικη, ήταν αυτή που μάγεψε την Έλενα Τοπαλίδου στα παιδικά της χρόνια, όταν σε ηλικία 9 χρονών ζήτησε από τους γονείς της, να τη γράψουν στη σχολή χορού της Έλενας Βακαλοπούλου, που είχε ανοίξει στη γειτονιά της στο Χαλάνδρι. 

Το μπαλέτο για εκείνη τότε ήταν μόνο χαρά. Ήταν ροζ και κοριτσίστικο, γεμάτο τούλια και δαντέλες. Αργότερα ανακάλυψε και τη σκοτεινιά του. Το γεγονός ότι από μέσα έχει πολύ κόπο και πόνο κι έχει σκοτάδι σε σχέση με την αναμέτρηση, με την αποτυχία. Γιατί όπως λέει, είναι πολύ ψηλά κι εσύ πολύ χαμηλά, αλλά δεν πειράζει, γιατί είναι ωραία να είναι κάτι ψηλά και να προσπαθείς να το φτάσεις βήμα βήμα.

Σπουδές και συναντήσεις
Η πρώτη φορά που τρόμαξε με το μπαλέτο ήταν, όταν μαθήτρια Λυκείου ακόμα, έκανε ένα ταξίδι για ένα σεμινάριο στη Γαλλία. Βρέθηκε μπροστά σε μπαλαρίνες πολύ προχωρημένες κι αποφάσισε ότι ο χορός δεν είναι γι’ αυτήν. Με την επιστροφή στην Ελλάδα τον εγκατέλειψε, αφοσιώθηκε στο διάβασμα και στις Πανελλήνιες και πέρασε στο Μαθηματικό Αθηνών. Τότε η Έλενα Τοπαλίδου συνειδητοποίησε ότι αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν ο χορός. Και του αφοσιώθηκε ψυχή και σώμα.  

Επέστρεψε στην αίθουσα μπαλέτου, κατάφερε να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο, να δώσει εξετάσεις και να φοιτήσει για ένα χρόνο στη σχολή της Δέσποινας Γρηγοριάδου κι ύστερα στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Εκεί, συνάντησε τον Κωνσταντίνο Ρήγο, ο οποίος με την πρώτη γνωριμία της ξεκαθάρισε τις προθέσεις του: θα την έπαιρνε υπό την προστασία του. 

Τελειώνοντας τη σχολή βρέθηκε να συνεργάζεται παράλληλα με το Δημήτρη Παπαϊωάννου και με τον Κωνσταντίνο Ρήγο, με τον οποίο συνέχισε στο χοροθέατρο ΟΚΤΑΝΑ και στο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος με σπουδαίες παραστάσεις, που οδήγησαν σε νέους δρόμους το σύγχρονο χορό στην Ελλάδα. 

Μια καινούρια αρχή
Κι ύστερα ένιωσε πως το «σκοτάδι» τη ρούφηξε. Ο χορός της σταμάτησε να της αρέσει. Η καθημερινή αγωνία της πρόβας, της παράστασης, η αδιάκοπη προσπάθεια να αγγίξει το άπιαστο, η κατηγορία και τιμωρία του εαυτού της, όταν δεν τα κατάφερνε, της γέννησαν την ανάγκη να τα εγκαταλείψει όλα και να ξεκινήσει απ’ την αρχή. 

Σταμάτησε τελείως το χορό, άλλαξε πόλη, ιδιότητα, συνήθειες και βρήκε τη λύτρωση μέσα από το θέατρο, αργότερα και το σινεμά. Ξεκίνησε ως μια «ειδική συνθήκη», μια χορεύτρια που μπορεί και να παίξει κι εξελίχθηκε σε πρωταγωνίστρια σπουδαίων παραστάσεων και σκηνοθετών (όπως οι Λευτέρης Βογιατζής, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Γιάννης Χουβαρδάς...). Στο ενεργητικό της υπάρχουν πολλοί και αντιφατικοί ρόλοι και βραβευμένες ερμηνείες.
 
Η συμφιλίωση με το χορό
Σήμερα οι αναμετρήσεις με την τέχνη συνεχίζονται για την Έλενα Τοπαλίδου, η οποία εξακολουθεί να δοκιμάζει τον εαυτό της σε διαφορετικές προκλήσεις, άλλοτε παίζοντας, άλλοτε χορεύοντας ή διδάσκοντας μπαλέτο στους μαθητές της στη Λυρική. 

Η σχέση της με το χορό ξαναβρήκε το φωτεινό του χρώμα, κι η κάθε μέρα της ξεκινά με μια χορογραφία – προσευχή, που εκτελεί πριν ακόμα βγει ο ήλιος στην κουζίνα του σπιτιού της. Όσο για τη σχέση της με το μπαλέτο, παραμένει στενή και ιδιαίτερη. Όπως αυτή μιας κουρδιστής μπαλαρίνας, που χορεύει αέναα πάνω σε ένα πιάνο.